- τριημίπηχυς
- τρῐημῐ-πηχυς, υ,A a cubit and a half long, Callix.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριημίπηχυς — υ, Α αυτός που έχει μήκος ενός και μισού πήχεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + πῆχυς] … Dictionary of Greek
τριημιπηχιαίος — αία, ον, Α τριημίπηχυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριημίπηχυς + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek